- κωμῳδιακός
- κωμῳδ-ιακός, ή, όν, = sq., Sch.Ar.Ach.380.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωμωδιακός — κωμῳδιακός, ή, όν (Α) βλ. κωμωδικός … Dictionary of Greek
κωμῳδιακήν — κωμῳδιακός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμωδικός — κωμῳδικός και κωμῳδιακός, ή, όν (Α) [κωμωδός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κωμωδία, κωμικός («ἔπη... κωμῳδικά», Αριστοφ.). επίρρ... κωμῳδικῶς (Α) με κωμικό τρόπο … Dictionary of Greek